- διοπτάσιος
- Σπάνιο ορυκτό, ένυδρο πυριτικό άλας χαλκού, του τύπου CuSiO3-Η2Ο. Είναι μέλος της ομάδας των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Οι κρύσταλλοι του δ. σχηματίζουν δέσμες, είναι πρισματικοί με εξάπλευρα άκρα και παράλληλες παράπλευρες έδρες (ρομβόεδρα). Είναι διαφανές ορυκτό, με σμαραγδοπράσινο χρώμα και έντονη στιλπνότητα. Έχει σκληρότητα 5-5,5 στην ορυκτολογική κλίμακα και πυκνότητα 3,280-3,350 gr/cm3. Εμφανίζεται συνήθως κοντά στην οξειδούμενη ζώνη των σουλφιδίων του χαλκού, μαζί με μαλαχίτη, καλσίτη και χαλαζία. Βρίσκεται στις στέπες της Κιργισίας και του Καζακστάν, στη Χιλή και στην Αριζόνα.
Dictionary of Greek. 2013.